- επαυξής
- ἐπαυξής, -ές (Α) [επαύξη]αυτός που παίρνει αύξηση, που αυξάνεται («ἐπαυξεῑς νόσοι», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαύξης — ἐπαύξη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυξεῖς — ἐπαυξής increasing masc/fem acc pl ἐπαυξής increasing masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυξέα — ἐπαυξής increasing neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαυξής increasing masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυξέας — ἐπαυξής increasing masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)